-
1 бег
бег м 1) о δρόμος, το τρέξι μο \бег на короткие (на длинные) дистанции о δρόμος ταχύτητας (αντοχής); \бег с барьерами о δρόμος μετ' εμπο δίων марафонский \бег о μαρα θώνιος (δρόμος) \бег на сто метров о δρόμος εκατό μέτρων 2) мн.: бега οι αγώνες ιππο δρομιών, οι κούρσες* * *м1) ο δρόμος, το τρέξιμοбег на коро́ткие (на дли́нные) диста́нции — ο δρόμος ταχύτητας (αντοχής)
бег с барье́рами — ο δρόμος μετ' εμποδίων
марафо́нский бег — ο μαραθώνιος (δρόμος)
бег на сто ме́тров — ο δρόμος εκατό μέτρων
2) мн.бега́ — οι αγώνες ιπποδρομιών, οι κούρσες